Body Rock (1984) – Αφορμή για αναδρομή στα dj performance b movies
Written by Loyal T73 on 15 Δεκεμβρίου 2022
γράφει ο Loyal-T73
Προτού ξεκινήσω το σημερινό review θέλω να κάνω μια συγκεκριμένη διευκρίνιση για αυτά τα άρθρα μου και τον τρόπο γραφής μου. Οι ταινίες που θα επιθεωρήσω σε αυτή τη σειρά άρθρων είναι μέσα από το μάτι ενός κλασσικού hip hopper, ενός b-boy των 80s και όχι μέσα από τη ματιά ενός κριτικού κινηματογράφου ή τηλεόρασης. Αν θέλετε τέτοιου είδους κριτική και πληροφορίες μια αναζήτηση στο διαδίκτυο θα σας βγάλει γρήγορα και εύκολα διάφορα αποτελέσματα. Το ζητούμενό σας, όμως, περί hip hop γνώσης δεν θα έχει καλυφθεί τόσο εύκολα.
Επίσης, δεν είμαι ο τύπος που θα μεταφράσει ξένα άρθρα. Λίγο πολύ όλοι σας, εφόσον ακούτε rap γνωρίζετε αγγλικά, ή, σίγουρα όλοι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την αυτόματη μετάφραση, εν ανάγκη. Την ίδια λογική ακολούθησα και στο New Rap Language-What Does it All Mean, όπου σεβόμενος εσάς προσπάθησα να σας δώσω, όσο το δυνατόν, περισσότερη δική μου γραφή και σκέψεις. Όχι λόγια άλλων. Και στην καλύτερη περίπτωση, να γράψω κάτι που δεν έχει προηγηθεί σαν πληροφορία. Στο παρελθόν, έχω υπάρξει συντάκτης μουσικών περιοδικών στη χώρα μας, με αυτό ακριβώς το ύφος και γλώσσα και επειδή έγραφα τις αλήθειες μου, ίσως εκεί να οφειλόταν το ότι έφευγα πάντοτε ιπτάμενος σαν τον Jazzy Jeff από το παράθυρο της έπαυλης του Bel Air.
Αυτό που στοχεύω να πετύχω με αυτά τα άρθρα, είναι να συγκεντρώσω πολύτιμες πληροφορίες που αφορούν στις κλασσικές hip-hopκεντρικές ταινίες των 80s σε μια «συλλογή», ας το πούμε έτσι. Επομένως, χρησιμοποιώντας συγκριτικές αναφορές και παράλληλες αναδρομές στις υπόλοιπες εμβληματικές ταινίες μας, θα βρίσκω διαφορές ανάμεσά τους, με σκοπό στο τέλος να αξιολογήσω την ταινία με τα περισσότερα θετικά στοιχεία, τα λιγότερα σκηνοθετικά λάθη και τις λιγότερες αστοχίες ή παραλείψεις. Αν και μάλλον, θα το παραδεχτώ από τώρα πως, η καλύτερη ταινία θα ήταν μια συνδυαστική μέση λύση που θα συνδύαζε χαρακτηριστικά πολλών.
Σημερινό πεδίο «μάχης» η ταινία Body Rock (1984) του Marcelo Epstein. Μια μάλλον φτωχή ταινία με πολλές cringe σκηνές. Αρκετοί γνωστοί b-boys, εν τούτοις, εμφανίζονται σε αυτήν: New York City Breakers, Oz Rock και οι Blue City Crew. Η ταινία ξεκινάει ευοίωνα με μια ενθουσιώδη σκηνή με κοντινά πλάνα σε Krylon spraycans! Κάτι που είχε συμβεί μόνο στο Wild Style μέχρι τότε, όταν η κάμερα δείχνει τον Lee και τον Dondi (το double του) να βάφουν. Λίγο πιο μετά, όμως, συμβαίνει κάτι που σηκώνει απαραίτητη κριτική. Ο DJ της ταινίας, (Mark Sellers) ηθοποιός και όχι αληθινός DJ, στήνει στο club ένα ζευγάρι από turntables, όχι SL1200Mk2 ωστόσο (ενώ θεωρώ πως εύκολα η εταιρία παραγωγής θα μπορούσε να βρει), αλλά δυο άλλα μοντέλα της Technics, που αν δεν απατώμαι πρόκειται για SL1800 και έναν Gemini mixer. Τότε, λοιπόν, τον βλέπουμε να μετρά αποστάσεις των μηχανημάτων από τα χέρια του, υπονοώντας έτσι ότι θα κάνει body tricks μαζί με το mixing και το scratching. Αλλά τελικά, δε βλέπουμε κάτι.
Με αφορμή τώρα αυτό, ανοίγω το θέμα turntablism και επειδή είμαι αυτός που είμαι, θα το καλύψω λίγο πιο σφαιρικά. Στο Wild Style βλέπουμε την πιο κλασσική επίδειξη old school turntablism από μεγάλα μεγαθήρια του είδους. Τον Grand Wizard Theodore μαζί με τους Fantastic 5, και τον Charlie Chase με τον Tony Tone, η πλάτη των Cold Crush Bros, στη μάχη των δυο MC groups του Dixie Club. Παρόλο που οι δυο DJs των Cold Crush πάντοτε αναφέρονται μαζί, από όσο γνωρίζω δεν τους έχουμε δει μέχρι σήμερα σε βίντεο να ενεργούν ως ομάδα.
Στη συνέχεια, βλέπουμε τον Grandmaster Flash, ο οποίος συγκριτικά με τον Kool Herc έχει τα περισσότερα τεχνικά προσόντα να αποκαλείται πατέρας του turntablism, να μιξάρει και να κόβει στην κουζίνα του χρησιμοποιώντας τρία Technics turntables σε έναν Gemini DAC X2000 mixer. Τέλος, τον Grandmixer D.ST στο Amphitheater Jam να έχει συνδέσει τα turntables μέσω ενός ELI–SL9090 mixer σε ένα boombox ως μόνιτορ για να ακούει. Δυστυχώς, όμως, όπως μου έχει αποκαλύψει ο Charlie Ahearn, για κάποιους τεχνικούς λόγους, αυτά τα λίγα πλάνα είναι ότι σώζεται από το solo του DST. Ωστόσο, ούτε εδώ στο Wild Style, κανένας από αυτούς τους pioneers δεν χρησιμοποιεί SL1200Mk2, παρά υποδεέστερα μοντέλα.
Στο Breakin 2, o Glove (resident DJ του Radiotron), αυτή τη φορά παίζει, όχι μόνος του όπως στο Breakin 1 αλλά μαζί με τον Afrika Islam, ο οποίος ήταν άλλωστε manager του Ice-T και μάλιστα εκτελούν body tricks. Επιτέλους, για πρώτη φορά τέσσερεις Technics SL1200Mk2 στροφέδρες στον κινηματογράφο. Άρα, το Breakin 2 είναι η πρώτη φορά, και τώρα που το σκέφτομαι θα πρέπει να είναι η μόνη ταινία, ακόμη, σε όλη την ιστορία των hip hop ταινιών που εμφανίζεται μια turntablism team έστω και δυο ατόμων. Μάλιστα δε, όχι μόνο συνοδεία ενός MC αλλά και μιας electro rock band με επικεφαλής τον David Storrs με synths, Roland TR808 (αυτό μου πήρε 36 χρόνια να το προσέξω), και ηλεκτρική κιθάρα σε ένα dance battle από κάτω –είτε b-boys, είτε poppers κ.λπ. (αλήθεια, αγνοώ τι συμβαίνει στα Step up, δεν με ενδιαφέρει καν).
Το ζήτημα της ομαδικής παράστασης με ενδιαφέρει και το ανοίγω για τον εξής λόγο. Στις ταινίες αυτές είδαμε ομαδικό graffiti (Beat Street), ομαδικό breakin (Wild Style, Breakin, Beat Street), ομαδικό MCing (Wild Style) και επομένως έπρεπε να δοθεί ευκαιρία και χρόνος και στις δυο τελευταίες αλλά όχι ήσσονος σημασίας performing arts του hip hop: Turntablism και human beatboxing με τη μορφή ομάδων. Κάτι το οποίο, στην ιστορία του hip hop συνέβη οργανωμένα, συστηματικά και αποτελεσματικά χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα όταν «πέρασε» ο πυρετός του b-boying και του rapping (Golden Era).
Αυτό μας πηγαίνει στις αρχές των 90s, στην ομάδα The West Coast Rock Steady Crew DJs εναλλακτικά γνωστή ως Invizibl Skratch Picklz. Μαζί με αυτούς υπήρχαν και οι άλλες διάσημες ομάδες της εποχής, μην το κουράζω, η ιστορία είναι (και πρέπει να μας είναι) γνωστή. Παράλληλα, με αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε και ο σχηματισμός human beatboxing ομάδων. Η αρχή είχε γίνει στα 80s με τους θρυλικούς Fat Boys, που ωστόσο, ξεπεράστηκαν τεχνικά από τη νέα γενιά. Αυτό δεν αίρει με τίποτα, απολύτως τίποτα, το σεβασμό, την αγάπη και το δέος που οφείλουμε στους Fat Boys.
Απεναντίας, αυτό είναι πάντα το ζητούμενο. Με το πέρασμα των δεκαετιών να βγαίνουν ολοένα και καλύτεροι performers. Από τον Flash πήγαμε στον Jazzy Jeff, από τον Oz Rock στον Neguin, από τον Melle Mel στον MF Doom, από τον Buff στον Rahzel και ούτω καθεξής σε κάθε τέχνη μας. Αν δεν υπήρχαν εκείνοι τότε, δεν θα υπήρχαν αυτοί τώρα. Το όφελος με το σχηματισμό των ομάδων σε κάθε τέχνη ήταν ότι η κουλτούρα αναπτύχθηκε πλήρως τεχνικά –και συνεχίζει. Φέρτε στο νου σας, ως παράδειγμα, ένα μωρό, το οποίο τρέφεται κανονικά και επαρκώς και έτσι το σώμα του δεν παραμένει ατροφικό αλλά αναπτύσσεται πλήρως.
Στο δε Beat Street για να επανέλθω, αντίστοιχα με το Wild Style υπάρχει ένα σπιτικό DJ practice του Double K, αρκετά πλήρες από τεχνική άποψη εφόσον περιέχει scratching, mixing και sampling. Έπειτα, μέσα στο Roxy club, μας περιμένει ο Jazzy Jay που, ωχ αυτό πονάει, ενώ φαίνεται να μιξάρει έχει τους βραχίονες του στα arm rests… Θα δεχθώ ότι ήταν απλώς μια ατυχής στιγμή μπροστά στο φακό. Αξίζει να ειπωθεί πως τα γυρίσματα του Beat Street μέσα στο Roxy ήταν συγχρονισμένα με την τέλεση του δέκατης επετείου του Zulu Nation (1973-1983).
Ως τελευταία από τις μεγάλες κλασσικές μας ταινίες στο θέμα DJ performance, θα σχολιάσω την ταινία Krush Groove του 1985. Σε αυτήν κυριαρχεί ο θρυλικός Jam Master Jay, ο οποίος στο Disco Fever μαζί με τον Run και τον DMC, σαφώς, χρησιμοποιεί δυο Technics SL1200Mk2, χωρίς όμως να κάνει κάτι το ιδιαίτερο σαν showcase. Σε ένα εξωτερικό πλάνο, όμως, εκεί στο πλυντήριο αυτοκινήτων στην αρχή της ταινίας, παίζει με δυο πολύ απλά record players με ίσιο βραχίονα, μάλιστα. Στην υπόλοιπη ταινία εμφανίζονται Μk2 κάπου σε στούντιο, σε κλειστούς χώρους, σε σταθερά σημεία. Πιθανότατα, δεν θα ήταν εύκολο είτε για την παραγωγή, είτε για τον κάθε DJ να μεταφέρει τον προσωπικό του εξοπλισμό, από εδώ κι από εκεί για κάθε πλάνο. Πάντως, οφείλω να κλείσω το θέμα turntablism, υποδεικνύοντας πως αν κανείς θέλει να δει περισσότερους DJs, αρκετό scratching και beat juggling, πρέπει να κάτσει να δει το Juice (1992). Μιλώντας για ταινίες πάντοτε και όχι ντοκιμαντέρ, προφανώς.
Το stage του Body Rock τώρα, είναι ένα τεράστιο boombox, αυτό ασφαλώς παίρνει ένα βαθμό επιδοκιμασίας, διότι η κατασκευή του υποδηλώνει ένα κόπο και ένα κόστος στο οποίο προέβη η παραγωγή και φυσικά κάποια boomboxes εμφανίζονται στην ταινία. Δε γίνεται αλλιώς άλλωστε, οι κασέτες και το ράδιο ήταν, όχι μόνο σύμβολα, αλλά το δεύτερο μέσο (μετά το βινύλιο) αναπαραγωγής και κυκλοφορίας της μουσικής μιας ολόκληρης εποχής. Τότε, αρκούσε να είχε ένας σε μια παρέα ένα boombox στον ώμο και άκουγε, όχι μόνο όλο το crew, αλλά και όλη η γειτονιά. Τώρα, στις μέρες μας περνάνε παρέες στο δρόμο, ο καθένας έχει το δικό του μικροσκοπικό “boombox” ενσωματωμένο σε μια άλλη συσκευή, το κινητό τηλέφωνο, και είτε δεν ακούνε καθόλου κοινή μουσική, είτε ο καθένας ακούει τα δικά του, πολλές φορές δε μιλάνε καν μεταξύ τους. Πόσο μάλλον να χορέψουν αυθόρμητα όλοι μαζί στο δρόμο. Ίσως, μόνο το hip hop, εξακολουθεί να διατηρεί αυτή την ομαδική έννοια της διασκέδασης. Για τους υπόλοιπους αν δεν έχει χαθεί, έχει σίγουρα αλλάξει.
Just for the record, μιας και το stage του Body Rock ήταν ένα boombox, το dancefloor σε μια άλλη ταινία της εποχής, όχι hip hop ταινία αλλά χορευτική εν πάση περιπτώσει, το Girls Just Want to Have Fun (1985), ήταν μια στροφέδρα (turntable record player). Ομοίωμα μεν, αλλά κανονικά με το πλατό της και με έναν βραχίονα στην άκρη. Τέσσερα χρόνια προτού η ίδια αυτή ιδέα υλοποιηθεί σε μια αμιγώς hip hop τελετή, το 1989 DMC World DJ Championships. Πάνω σε εκείνο το turntable stage εμφανίστηκε ζωντανά ο Big Daddy Kane και η Roxanne Shante. Μια χρονιά μετά, το 1990, το επόμενο DMC stage ήταν δυο στροφέδρες και ένας μείκτης, αυτό που εγώ στη γλώσσα της Υπερ:Συμμε3ς αποκαλώ «Στερεόρυθμον Δίεδρον 720˚» και επάνω σε εκείνο το Stereorhythmon stage εμφανίστηκαν ζωντανά οι Boo-Ya Tribe.
Το δίδαγμα που βγαίνει από αυτό είναι πως το hip hop δεν τα έφερε όλα πρώτο. Μπορεί να τα τελειοποίησε ή να τα επανεφηύρε (reinvented) όλα, κάτι που τόσο εύστοχα διατύπωσε ο G.M. Caz. Για παράδειγμα, η rock μουσική είχε χρησιμοποιήσει samples πριν από τους hip hop μουσικούς. Άκου τους Babe Ruth όπου στο Mexican, ξαναπαίζουν ένα από τα θέματα του Ennio Morricone από το «Για μια χούφτα δολάρια». Κομμάτι το οποίο μαζί με το Apache, σε εκείνη την surf-funk, θα την πω έτσι, έκδοσή του από τους Incredible Bongo Band, έμελλαν να γίνουν οι δυο ύμνοι όχι μόνο του Bronx, αλλά όλων των απανταχού b-boys ανά την υφήλιο, κάποια χρόνια μάλιστα προτού το κίνημά μας αρχίσει να παράγει τη δική του δισκογραφία. Το πρωτότυπο κομμάτι του Apache (1960) ανήκει στους The Shadows, αγγλική pop band.
Στο crew του Chilly (L. Lamas), βασικό μέλος είναι ο Oz-Rock ως Ricky Riccardo, ο θρυλικός αυτός b-boy που έφυγε από τη ζωή το 2010, δυστυχώς από επιπλοκές που του προκάλεσε ένα ατύχημα. Μπόρεσε, όμως, να ζήσει στο έπακρο το τυφώνα του break που σάρωσε τις ΗΠΑ χορεύοντας σε πολλές ταινίες. Καλή ώρα εδώ στο Body Rock, αλλά και στο μικρού μήκους τηλεοπτικό φιλμ The Pilot με εκείνο το συγκλονιστικό soundtrack του Egyptian Lover, ένα ντουμπλάζ στο Making the Grade, στα TV Series «St. Elsewhere» και «Insight» και στο ημιντοκιμαντεριστικό promotional βίντεο «Be Somebody… or Be Somebody’s Fool!» του Mr.T το 1984. Παρεμπιπτόντως, ο Mr. T είχε ως rap instructor τον Ice-T. Ενδυματολογικά, οι b-boys στο Body Rock και η όλη ταινία είναι πολύχρωμη. Το χαρακτηριστικό στα ρούχα τους δεν είναι τόσο οι ασορτί αθλητικές φόρμες, αλλά το προσωπικό στυλ του καθενός.
Πέραν του breakin, του poppin και του lockin, το Body Rock έχει και χορογραφίες εκτός των hip hop styles, πράγμα το οποίο συμβαίνει και στις άλλες μεγάλες ταινίες μας (Breakin 1, 2 και Beat Street όπου εκεί είναι jazz και modern dance χορογραφίες για την ακρίβεια). Στο δε Beat Street, παρά το χαμηλό της budget, υπάρχει μια σχετική «υπερπαραγωγή» εφόσον η Rae Dawn Chong διευθύνει μια ορχήστρα και χορωδία μέσα σε θέατρο. Και στο τέλος συμμετέχει μια gospel χορωδία στο Roxy. Στο Body Rock, τώρα, γίνεται μια σκηνογραφική προσπάθεια να παρουσιαστούν οι χορογραφίες με μια λίγο πιο artistic αισθητική. Τουλάχιστον εκείνη η χορογραφία με τις στολές σκελετών κάτω από το black light ήταν ότι πιο «προχώ» μπόρεσε να δείξει. Δεν ήταν άσχημο, κάλλιστα θα μπορούσε να κοπεί για video clip.
Είναι αλήθεια, πως πολλά μεγάλα hits των 80s είτε δεν είχαν καθόλου video clip (και αυτό γιατί όχι ότι η εν λόγω ιδέα δεν είχε εκτιμηθεί ακόμα), είτε είχαν εντελώς τραγικά video clip. Δεν μπορώ να φέρω πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το video clip της Shannon για το Let the music play. Το καλύτερο κομμάτι είχε το χειρότερο video clip. Όχι εν τέλει ότι το αποτέλεσμα του Marcelo Epstein καθιστά το Body Rock αριστούργημα του είδους του ως musical, αλλά ως χορευτής και εγώ στα νιάτα μου αναγνωρίζω ότι η όλη προσπάθειά του δεδομένου του χαμηλού budget, ήταν φιλότιμη. Ας ληφθεί υπόψιν δε, ότι οι κάρτες γραφικών της εποχής ακόμα ήταν σε εμβρυικό επίπεδο για να μπορέσουν να βοηθήσουν, οπότε η συμβολή ενός artificially artistic περιβάλλοντος παρέμενε σημαντική στο ζήτημα του θεάματος.
Το ρομάντζο παίζει και εδώ το ρόλο του στo Body Rock, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις ταινίες μας. Στο Wild Style, ο Ray (aka Zoro) βασανίζεται για την Rose, στο Beat Street ο Kenny κυνηγάει την Tracy στα χιόνια, στο Breakin 1 ο Ozone ψάχνει να βρει τι είναι αυτό που νιώθει επιτέλους για την Kelly και στο 2 ο Turbo φέρνει τα πάνω κάτω, σκαρφαλώνοντας στο πάτωμα και πέφτοντας στο ταβάνι για να εντυπωσιάσει την Lucia.
Σε αυτό το σημείο αυτού του άρθρου φτάνω σε μια λεπτομέρεια που έχει περάσει απαρατήρητη όλα αυτά τα χρόνια. Η κοπέλα στο Breakin 2 που έπαιζε το αμόρε του Turbo, η Lucia, ονομάζεται Sabrina Garcia. Αν και στους διαλόγους του Breakin 2, η ίδια δε συστήνεται με κάποιο όνομα και τώρα, guess what! Στα final credits του Body Rock, μια Sabrina Garcia αναφέρεται ως finale dancer, χωρίς το imdb να κάνει σύνδεση των δυο ονομάτων στο ίδιο πρόσωπο. Το βίντεο, λοιπόν, μιλάει από μόνο του. Στη 1ώρα:26λεπτά:42δευτερόλεπτα του Body Rock, η ίδια Sabrina Garcia του Breakin 2: Electric Boogaloo βγαίνει και χορεύει σε ένα πανηγυρικό finale που είναι, εν μέρει, αντιγραφή του party στο Roxy για τον Ramo (Beat Street). Επιτέλους, Jean Claude Van Damme πάρε τα κουβαδάκια σου από το Venice Beach και τράβα για Malibu.
Πέραν των b-boys, DJs και writers, ας μιλήσουμε τώρα για τους MCs και το human beatboxing. Η ταινία Beat street παρουσιάζει μεταξύ άλλων και τη hip hop έκδοση του human beatbox με τον Doug E. Fresh, στη γνωστή εκείνη σκηνή με τους Treacherous Three που χορεύουν οι Magnificent Force. Το λέω έτσι, «hip hop έκδοση του human beatbox», διότι το human beatbox προϋπήρχε στη jazz μουσική αλλά και γενικότερα, η μουσική με το στόμα υπάρχει με διάφορες μορφές και τεχνικές στην ethnic μουσική. Από εκεί κι έπειτα, το underground φιλμ Knights of the City, το Krush Groove (από τις «μεγάλες») και το Disordelies έχουν human beatbox performance. Όλες με τους The Fat Boys.
Επί τη ευκαιρία που ανέφερα τους Treacherous 3, να εξυμνήσω τον Kool Moe Dee, ο οποίος είχε την τιμή και τη χαρά να παίζει τόσο στο Wild Style όσο και το Beat Street από ταινίες και από ντοκιμαντέρ εμφανίζεται στο Graffiti Rock και ακούγεται στο Style Wars. Ενώ, ο Melle Mel, εμφανίζεται στο Beat Street, από τεχνική ατυχία όχι στο Wild Style και το Message ακούγεται στο ντοκιμαντέρ Style Wars. O Ice-T, από ταινίες πέραν των Breakin 1&2, παίζει στο Rappin του Mario Van Peebles και φυσικά στο DIY ιερό δισκοπότηρο του hip hop που ακούει στο όνομα Breakin n Enterin. Ας κλείσω, τότε αυτό το κομμάτι, λέγοντας πως οι Cold Crush πέραν του Wild Style εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ Beat this: A Hip Hop History.
Στο Body Rock, όμως, δυστυχώς δεν εμφανίζεται ένας rappin MC και αυτό είναι το απογοητευτικό του σημείο. Υπήρχε ήδη πληθώρα από MCs στη Νέα Υόρκη το 1984, ώστε ένας οποιοσδήποτε MC μεσαίας δυναμικής και εφικτού κασέ να μπορούσε εύκολα να κλειστεί και να ήταν πέραν του δέοντος κατάλληλος. Ενώ, λοιπόν, το Body Rock τεχνικά έχει σχεδόν τα πάντα, προσφέροντας επαρκέστατο χρόνο προβολής στο b-boyin και αρκετό στο graffiti, κάτι του λείπει, το τραβάει από τα μαλλιά και δεν πάει, δεν έχει βρωμιά, τσαμπουκά του δρόμου. Και όλο αυτό εστιάζεται, από ότι φαίνεται και όλοι μάλλον συμφωνούμε, στην απόδοση του Lorenzo Lamas.
Για μένα, ωστόσο, ακόμα περισσότερο εντοπίζεται στον ίδιο το ρόλο του που ούτως ή άλλως, ο ρόλος του ήταν και είναι κάτι που μισώ στην πραγματική ζωή. Ένας πουθενάς, wanna be writer που εξελίσσεται σε ένα wanna be b-boy και, ως συνήθως, οι πραγματικοί hip hoppers κάνουν το λάθος και τον δέχονται ως leader τους και αυτός θα τους εκμεταλλευτεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο τύπος που θα βγάλει λεφτά με τα skills (για να το πω ευγενικά) των άλλων. Τα έχω δει και τα έχω ζήσει ουκ ολίγες φορές.
Παρόλα αυτά δεν θα κρίνω την ερμηνεία του. Θα έλεγα ότι ήταν τόση όση αρκούσε για ένα τέτοιο φθηνό έργο. Μήπως, άλλωστε, είδαμε βαριές ερμηνείες στις άλλες μας ταινίες και τις αγαπούμε για αυτό το λόγο; Κάθε άλλο, εμείς πένητες και ενδεείς ήμασταν για hip hop παραστάσεις. Δεν κάτσαμε να την δούμε για τον Lamas αλλά για τον Mr. Wave. Αν θέλω να απολαύσω ερμηνεία, εξ’ αρχής θα ψάξω αλλού. Δεν είναι απορίας άξιο που το Body Rock είχε δυο υποψηφιότητες για χρυσό βατόμουρο. Αυτή του χειρότερου ηθοποιού (L. Lamas) και του χειρότερου πρωτότυπου κομματιού (Smooth Talker).
Οπότε, θα κλείσω λέγοντας δυο λόγια για το soundtrack. Το ομώνυμο κομμάτι της Maria Vidal ήταν και η μόνη της επιτυχία. Το υπόλοιπο roaster συνθέτουν οι David Lasley, Ralph MacDonald, Roberta Flack, Laura Branigan, Ashford & Simpson. Ναι μεν σεβαστά ονόματα και κάποια από αυτά βαρέα, αλλά όπως είπα κανένα rap ή electro κομμάτι. Μια αρπαχτή της New World Pictures που προσπάθησε να επωφεληθεί από το momentum του b-boying εκείνη τη χρονιά. Οπότε και αρχειοθετείται κυρίως για το χορογραφικό της μέρος, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα που μας ξυπνούν εκείνοι οι b-boys.