Purple Rain και Graffiti Bridge- τα δυο musical του Prince

Written by on 13 Ιανουαρίου 2024

Αυτή είναι η πρώτη φορά που στο κέντρο της έρευνάς μου βρίσκονται δυο ταινίες μαζί. Τα δυο musical του πολυαγαπημένου μου Prince. Purple Rain και Graffiti Bridge. Χωρίς, ωστόσο, το άρθρο αυτό να αποτελεί το προσωπικό μου review για αυτές, κάτι τέτοιο σίγουρα ήδη υπάρχει αλλού είτε σε άλλα sites, είτε στον τύπο της εποχής τους. Μάλλον, όμως, όπως είναι η γραμμή μου σε αυτή την ιστοσελίδα, το λέω για όσους μπορεί να τους έλκυσε ο τίτλος και να με διαβάζουν πρώτη φορά, ψάχνω να βρω hip hop στοιχεία μέσα τους. Μαζί με αυτό, επομένως, θα προκύψουν σχόλια και τοποθέτηση πάνω στο πως μας επηρέασαν, το τι νιώθουμε για αυτές –η δική μου γενιά, προφανώς.

Όσοι, τώρα, γνωρίζετε τις δυο ταινίες, θα πείτε ότι είστε σίγουροι ότι δεν υπάρχουν σκηνές hip hop ενδιαφέροντος ή δεν νομίζετε να υπάρχουν, από όσο θυμάστε και έχετε παρατηρήσει. Δεν έχετε άδικο, αλλά παρόλα αυτά κάτι βρήκα και θα το μοιραστώ μαζί σας. Καθ’ οδόν, επειδή στην τέχνη, όπως και την επιστήμη, όλα συνδέονται ή μπορούν να συνδεθούν, πάντοτε λογικά όμως, αυτές οι δυο ταινίες θα βρίσκονται στο κέντρο και γύρω τους θα περιστρέφονται άλλες hip hop ταινίες, ντοκιμαντέρ και γεγονότα.

Θα ξεκινήσω λέγοντας, για παράδειγμα, πως ένα δείγμα του When Doves Cry ακούγεται στο «Return to Planet Rock 1990» και κάποιοι πιστεύουν ότι και το πρωτότυπο Planet Rock έχει ένα uncredited sample του Prince. Επίσης, οι Public Enemy έχουν αποδειχτεί μεγάλοι οπαδοί του Prince, μεταξύ πολλών άλλων rap artists. Ο ίδιος ο Prince, άλλωστε, ονομαστικά ανέφερε χρόνια αργότερα τον Chuck D στο Musicology και στο τέλος έγιναν και συνεργάτες. Ο δε Egyptian Lover, με το που άρχισε την καριέρα του συστήθηκε σε όλον τον κόσμο ως ο καλλιτέχνης που συνδυάζει τον ήχο των Kraftwerk με τη θεματολογία του Prince.

Δυο στοιχεία, από εκεί κι έπειτα, αποτελούν το αποκορύφωμα και την αφορμή να γράψω το σημερινό αφιέρωμα και βρίσκονται στο Graffiti Bridge. Το πρώτο αφορά το χορό. Ο Prince μαζί με τους New Power Generation έχει on stage, εκτός από έναν rapping MC, τον T.C. Ellis, δυο με τρεις χορευτές και όλοι μαζί έχουν δουλέψει χορογραφίες με τις «μετά-breakdance» φιγούρες τύπου runner, new jack swing κλπ. Ότι ακριβώς έκαναν και οι rapping MCs εκείνων των χρόνων. Από τους mainstream έως τους underground. Γιατί όλοι χόρευαν τότε.

Στο club, τώρα, που τραγουδά ο Morris Day βλέπουμε λίγες φιγούρες locking. Το locking, μετά το τέλος της «κινηματογραφικής εποχής του breakdance» ήταν ο μόνος χορός μας που επιβίωσε σε αμέτρητα video clips. Αναρίθμητα συγκροτήματα και σόλο καλλιτέχνες μπορεί να είχαν έστω και λίγες φιγούρες. Θυμάμαι με νοσταλγία, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μέσα στα πολλά, το All Right της Janet Jackson που, ως tribute στον Cab Calloway, είχε locking και boogalloo με κοστούμια και ρούχα εποχής ποτοαπαγόρευσης. Πάντως, το locking ως «αρχοντορεμπέτικο» style θα το πω έτσι για να το κολακεύσω, πέραν από το παραδοσιακό ενδυματολογικό του στυλ, του πάει πολύ, επίσης, το κομψό ντύσιμο, σαν αυτό που μπορούν να έχουν οι bartenders, οι grooms στα casino, τα lobby boys στα ακριβά ξενοδοχεία, και οι…δε ξέρω πως μπορεί να τους λένε, οι table supervisors, τέλος πάντων, στο snooker και γενικά οι πάσης φύσεως maître και μάγιστροι (μαέστροι επί τω λαϊκότερον).

Δεν είναι τυχαίο, τότε, που οι TKO (Turbo, Kelly, Ozone) στο διαγωνισμό στο Breakin, φορούσαν φράκο –αυτό ήταν μάλλον too much για τους ίδιους, αλλά οι καλλιτέχνες θα μου πεις έχουν την άδεια (σχεδόν) για τα πάντα και ίσως, ούτως ή άλλως, αυτός να ήταν ο μόνος τρόπος να περάσουν εκείνη την πόρτα. Τελικά, όταν η ώρα θα ερχόταν, ο Ozone έπρεπε να σκίσει τα μανίκια του, να τα κάνει μπαντάνα για να προσδώσει ένα street look και να μπορέσει να φωνάξει με θάρρος για χάρη όλων μας «Ozone! Street dancer!» Και μιας και το έφερα ως εδώ, να πω πως αν με ρωτούσες τι επιπλέον θα ήθελα να δω στο Graffiti Bridge, ναι, θα ήταν να δω τον Shabba Doo να χορεύει ένα σόλο ενόσω ο Prince έπαιζε με την μπάντα του. Αν και αυτοί οι δυο έστω έμμεσα και απομακρυσμένα, είχαν «συνεργαστεί» λίγα χρόνια νωρίτερα, εφόσον ο Shabba Doo και όλος ο χορευτικός γαλαξίας του Breakin χόρευαν στο clip του I feel for you (με Chaka Khan και Melle Mel στο mic).

Ο George Clinton συμμετέχει στο Graffiti Bridge και αυτό είναι η έκπληξη και το δυνατό χαρτί της συγκεκριμένης ταινίας. Εκείνα τα χρόνια ο θείος ο Γιώργος είχε γενικά πολλές συνεργασίες με rappers και φυσικά και με τον Prince. Κάπου εκείνα τα χρόνια ήταν, που μαζί με τον Bootsy Collins είχαν επισκεφτεί το Battle Station για να γνωρίσουν προσωπικά τον Rammellzee, και αυτός που τους πήγε μάλιστα εκεί ήταν ο ίδιος ο Bill Laswell. Φυσικά και ο James Brown το 1988 έγραψε το Static με τους Full Force, αντίστοιχα.

Το δεύτερο στοιχείο hip hop ενδιαφέροντος αφορά έναν από τους χορευτές του Prince και συγκεκριμένα αυτόν που βρίσκεται στην κορυφή του stage πάνω από τον drummer. Αυτός, τώρα, όσο βέβαια μας βοηθούν και άλλο τόσο όσο δεν μας αφήνουν τα πλάνα του σκηνοθέτη να καταλάβουμε ξεκάθαρα, έχει μπροστά του ένα πάγκο με ένα DJ set, τουτέστι 2 turntables and a mixer. Θα με ρωτήσεις ευθέως: «είσαι σίγουρος; Τα βλέπεις όλα αυτά σε άμεσο πλάνο;» Απαντώ ξεκάθαρα πως όχι, αλλά έχω τόσα frames και ακόμα παραπάνω ώστε να υποψιαστώ-συμπεράνω κάτι τέτοιο. Σίγουρα υπάρχει κοντινό πλάνο με χέρι ενός DJ να σκρατσάρει δίσκο.

Οπότε η είδηση είναι αυτή: Μιλάμε για turntablist στη μπάντα του Prince στο Graffiti Bridge. Αν και αφήνεται υπονοούμενο ότι παίζει, χωρίς να παίζει πραγματικά, τουλάχιστον σίγουρα δεν ακούγονται scratches, αλλά και πάλι είναι αρκετά ενδιαφέρον και σεβαστό σαν κίνηση. Αν το κρίνουμε αυστηρά, τότε το δήθεν παίξιμο από ένα μέλος μπάντας του Prince προσβάλλει σοβαρά το γόητρό του. Αυτό μιας και ο ίδιος είναι που είχε δηλώσει “I am a musician, I do not sample. And when I’m on the stage my mic is on”. Σίγουρα όμως, όπως και να έχει, πρώτον ο Prince δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν και δεύτερον, η παρουσία ενός DJ σε μια μπάντα ήταν μια καινοτομία για τις μουσικές ταινίες, όσο ήταν άλλωστε και στην πραγματική ζωή στα μουσικά δρώμενα εκείνα τα χρόνια.

Πιο κάτω στην ταινία, όταν καταστρέφουν το studio του Prince εκεί φαίνονται ότι τα turntables δεν είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Επίσης, όταν αναποδογυρίζουν το πάγκο φαίνεται ότι δεν πρόκειται για Technics SL1200ΜΚ2 turntables, αλλά για δυο παλιότερα μοντέλα με ίσιο βραχίονα και χωρίς κάποιο μείκτη ανάμεσά τους. Εκτός, αν διατυπωθεί η αντίρρηση ότι τα turntables είναι τα μόνιμα του club και o DJ φέρνει το δικό του μείκτη κάθε φορά. Ίσως ο Prince να είχε στο νου του ένα πολυθρύλητο ιστορικό γεγονός το οποίο θα εξηγήσω λίγο παρακάτω.

Ήταν τα χρόνια που είχε εμφανιστεί το jazz rap ρεύμα. Μιλάω προφανώς για τα χρόνια 89-92. Αν και εκείνα τα  συγκροτήματα έφεραν περισσότερο τον MC μέσα στη jazz μουσική, χωρίς αυτό να είναι κακό, ίσα-ίσα ήταν ζητούμενο, αλλά έμεινε πίσω ο scratching DJ. Ουσιαστικά, η πρώτη φορά που ένας turntablist χρησιμοποιήθηκε σε μπάντα ήταν ο Grandmixer DST από τον Herbie Hancock, για το ως ενός βαθμού πειραματικό instrumental, εξαιρετικά επιτυχημένο και πολυβραβευμένο Rockit.

Οι Sugarhill House Band, η πρώτη μπάντα της rap δισκογραφίας, ήταν μια μπάντα έμπειρων μουσικών με επικεφαλής τον drummer Keith Le Blanc αλλά…DJ δεν είχαν. Ο στίχος «vicious on the mic and the turntable» που ακούτε στο Rapper’s Delight δεν είναι παρά μια από τις κλεμμένες ρίμες του Grandmaster Caz (aka Casanova Fly, αρχηγού των Cold Crush Bros, ο οποίος είναι πράγματι MC και DJ και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει αμέτρητες mixtapes). Άλλωστε κανένας από τους Sugarhill Gang δεν ήταν DJ. Μετέπειτα, οι Stetsasonic που συστήνονταν ως hip hop band, ενώ είχαν DJ στα live τους, δεν έβγαιναν με ζωντανά όργανα, παρά μόνο στο studio.

Το ιστορικό γεγονός τώρα στο οποίο θέλω να επικεντρωθώ, όπως προείπα, είναι ένα live του James Brown το 1969 στο Yankee Stadium το οποίο το άνοιξε ένας DJ από το Brooklyn, o Grandmaster Flowers. Ευελπιστώ όπως όλοι μας, μια μέρα όλα τα μέχρι τώρα, είτε άγνωστα είτε χαμένα μουσικοχορευτικά ντοκουμέντα και το κοινωνικοπολιτικό τους παρασκήνιο που τα προκάλεσε, να δουν το φως του ήλιου και να ανέβουν στο διαδίκτυο. Το συγκεκριμένο δε, αν μπορούσε ποτέ να βρεθεί οτιδήποτε υλικό από αυτό, φωτό, βίντεο, flyer, poster έστω και ηχητικό απόσπασμα θα ήταν το κορυφαίο ιερό δισκοπότηρο στο σύμπαν μας. Ναι, πιο πάνω και από το soundtrack του Breakin ‘n Enterin, πιο πάνω και από τα 200 αντίτυπα της Tartown για το Beat Bop.

Φέρνοντας τον James Brown στο τραπέζι, η κίνησή του αυτή να βάλει έναν DJ, εν έτει 1969 (!!!) να ανοίξει ένα live του, σήμερα σημαίνει τόσα, μα τόσα πολλά, προφανή και αυτονόητα. Και για να το περιγράψω θα κάνω μια απαραίτητη εισαγωγή και επισήμανση.

Το να μαθαίνεις ιστορία είναι η πρώτη ανάγκη για να κατανοήσεις ένα αντικείμενο. Η επόμενη φάση, όμως, είναι το να αρχίσεις να αναπτύσσεις κριτική άποψη επάνω στη γνώση αυτή. Ήταν θυμάμαι, περίπου το 1996 όταν σιγά-σιγά είχα αρχίσει να περνάω σε αυτή τη δεύτερη φάση και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να τιμήσω τον Kool Herc (και τον κάθε “Kool Herc”) αλλά να αδικήσω τον James Brown. Οφείλοντας, λοιπόν, να είμαι ακριβοδίκαιος με όλους, δεν μου έμενε τίποτα άλλο από το να οδηγηθώ στο εξής συμπέρασμα.

Αν μπορούσε το hip hop να ήταν ένα φυPuff Daddyσικό πρόσωπο τότε ο James Brown θα ήταν ο βιολογικός του πατέρας, εφόσον αυτός είναι που έδωσε το «σπέρμα» για να γεννηθεί αυτό. Το Funky Drummer. Και έτσι έπειτα, ο όποιος DJ, παίρνοντας μέσα από τους δίσκους την ηχογραφημένη μουσική άλλων μουσικών και βγάζοντάς την προς τα έξω έγινε ο τεχνικός «πατέρας», ο μαιευτήρας. Ένα άλλο επιχείρημα που ενισχύει την πεποίθησή μου αυτή είναι το γεγονός ότι ο James Brown ποτέ δεν ζήτησε ούτε ένα cent για δικαιώματα από τα samples του. Ποιος ευσυνείδητος πατέρας θα εκδούλευε το παιδί του; Εν αντιθέσει με κάτι άλλους όπως Bob James, Kraftwerk –για να μη μιλήσω για Jimi Page περί Kashmir εναντίον Schooly D αλλά υπέρ Puff Daddy. Όταν ο James Brown είχε καλεστεί στο DMC το 1988, στην ίσως κορυφαία hip hop στιγμή όλων των εποχών και ρωτήθηκε από τον Tony για το πώς νιώθει για όλα αυτά η απάντηση του μπαμπά μας ήταν «δεν με νοιάζει για τα λεφτά. Ποια λεφτά;; Keep doing what you doing, but make it funky».

Να, όμως, που μιλώντας περί πατρότητας και παρά τη διάθεσή μου για ειλικρίνεια και δικαιοσύνη, στην παραπάνω διατύπωσή μου για το συγκεκριμένο γεγονός, που έχει και μια δόση γλαφυρότητας, υποπίπτω σε λάθος και λέω άθελά μου ψέματα. Διότι το ακριβές σημείο του Funky Drummer, που χρησιμοποιήθηκε ως το κατά κόρον δείγμα της hip hop δισκογραφίας, είναι το σόλο του drummer της μπάντας του James Brown, ο οποίος στο συγκεκριμένο κομμάτι ήταν ο Clyde Stubblefield. Οπότε, αυτό που βγαίνει ως τελικό συμπέρασμα είναι πως όλα είναι σχετικά και πολύ δύσκολα μπορούμε να χωρέσουμε με δυο λόγια σε μια πρόταση μια μεγάλη και περίπλοκη ιστορία. Ας λάβουμε επίσης, σοβαρά υπόψιν μας ότι η ιστορία των πρώτων κρίσιμων χρόνων του hip hop δεν καταγράφτηκε στην ολότητά της.

To Brooklyn φαίνεται πως για αρκετά χρόνια δεν πίστευε και δεν περίμενε, μάλλον, πως αλλιώς να το εξηγήσω, ότι τα όσα έκαναν οι τοπικοί DJs τότε στα block parties, μια μέρα θα γινόταν παγκόσμιο κίνημα, τρόπος ζωής και μουσικής. Τώρα πια, ίσως να μην είναι ακόμα τόσο αργά ώστε να αντιδράσει και να ενσταθεί για τη συμβολή του στο hip hop. Η υγιής περιέργειά μας και η φιλομάθειά μας θα κρατά αυτό το ζήτημα εσαεί επίκαιρο και ενδιαφέρον. Δεν θα μπορέσει να εξαργυρωθεί σε χρήμα, προφανώς. Λίγοι είναι αυτοί που το κατάφεραν αυτό, είτε δίκαιο είτε όχι, οπότε το μόνο που μένει είναι μήπως προκύψει η αναλογούμενη φήμη και δόξα στο καθετί.

Τα εύσημα, λοιπόν, με αφορμή την παρουσία ενός DJ μαζί με τη μπάντα στο Graffiti Bridge, ακολουθώντας το νήμα της ιστορίας προς τα πίσω, ανήκουν στον James Brown ο οποίος φαίνεται να είχε τόσο νωρίς τη διορατικότητα για το μέλλον της τέχνης του DJing. Μια τέχνη που ακόμα βρισκόταν σε πρώιμη μορφή με τα ακόμα πρωτογόνα μηχανήματα. Οι μείκτες της εποχής εκείνης δεν είχαν ακόμα ευθύγραμμα crossfaders και οι με ιμάντα περιστρεφόμενοι record players δεν είχαν ακόμα ισχυρή ροπή, κλπ. Η ευφυία, όμως του streetwise James Brown ήταν εκεί για να το παρατηρήσει. Τόσο βαθιά, οξεία και άγρυπνη.

Άλλη μια φορά αυτό το δεινό ένστικτο του James Brown ήταν που λειτούργησε έγκαιρα και καθοριστικά. Θα πάμε τώρα κάπου στις αρχές των 80s όπου σε μια εμφάνιση του James Brown ήταν παρών τόσο ο Prince όσο και ο Michael Jackson. Είναι μια γνωστή στιγμή για τους φίλους της μαύρης μουσικής, εφόσον ο Godfather προσκάλεσε και τους δυο νεαρούς ταλαντούχους καλλιτέχνες να ανέβουν στο stage μαζί του. Πρόσκληση στην οποία δεν μπορούσαν να αγνοήσουν μιας και προερχόταν από τον αρχι-O.G και έτσι ανταποκρίθηκαν και έπαιξαν. Κατ’ εμέ, ουσιαστικά αυτό που συνέβη εκεί ήταν ότι ο James Brown, έμμεσα, πέρασε στον υπόλοιπο κόσμο ένα μήνυμα για αυτούς τους δυο. Ήταν μια ιεροτελεστία, μια χειροτονία. Μια μύηση. Ο James Brown συνειδητά, υποσυνείδητα πες το όπως θες, προείδε το μέλλον και τους αναγνώρισε. Ως τι;

Σας απαντώ αμέσως. Πολλά χρόνια αργότερα στα δικά μας χωράφια, παράχθηκε ένα DIY documentary επάνω στους χορούς του hip hop με τίτλο: “Sons of James Brown”. Χρόνια είχαμε να δούμε ένα ντοκιμαντέρ που να μας πέσουν τα σαγόνια, αρχής γενομένης με το Style Wars. Το Style Wars, βέβαια, είναι, ναι μεν, το κορυφαίο όλων των εποχών, αλλά, είναι και γενικού ενδιαφέροντος. Μέχρις ότου ήρθε ο καιρός για τα εξειδικευμένα docs, με βάση μια μόλις τέχνη, όπως το Freshest Kids, το Scratch, το άκλαυτο Breath Control, και τελικά το Sons Of James Brown ήρθε και μας αποτελείωσε.

Ε, αυτό ακριβώς! Ο Prince και ο Michael Jackson ήταν οι δυο πρώτοι γιοι του James Brown. Προκειμένου, τώρα, να μην ανοιχτεί ποτέ μέσα στο μυαλό μου ζήτημα ανωτερότητας ανάμεσά τους, αποδέχτηκα από μικρός ότι ήταν αμφότεροι πρωτότοκοι. Ήταν τόσο μεγάλο το ταλέντο τους, όπου η όποια διαφορά, αν υπήρχε, ήταν δυσδιάκριτη. Δεν εξετάζω τις πωλήσεις, εξετάζω τη μουσικότητά τους και όλα τα συναφή. Ένα βασικό ιστορικό στοιχείο θα φέρω στην οθόνη σας, χωρίς να σημαίνει τίποτα παραπάνω κατά ανάγκη. Στατιστικά, λοιπόν, ανεξαρτήτως λόγου και αιτίας, από μαρτυρίες πολλών, οι περισσότεροι μαύροι στα 80s, μετανάστες από την Καραϊβική στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκεκριμένα, ήταν οπαδοί του Michael Jackson και στην απέναντι μεριά του ωκεανού, στις ΗΠΑ, στατιστικά τα περισσότερα νεαρά μαύρα παιδιά που λίγο μετά έγιναν rappers ήταν οπαδοί του Prince. Χωρίς αυτό να μειώνει τον αριθμό των φορών που ο Michael δειγματίστηκε από τους rap παραγωγούς.

Όταν λέμε Michael Jackson μια λέξη μας έρχεται στο νου. Soul. Αυτό καθαρά λόγω της φωνής του και των συναισθημάτων που αυτή μας ξυπνά. Όταν λέμε Prince μια λέξη μας έρχεται στο νου. Funk. Αυτό καθαρά από τον τρόπο που παίζει και συνθέτει μουσική αλλά και πως χρησιμοποιεί τη φωνή του. Όχι ότι δεν ισχύει το αντίστροφο. Σαφώς είχαν το ταλέντο, τη γνώση, την παιδεία και το χάρισμα να παίξουν και το άλλο είδος εξίσου καλά.

Όσον αφορά όμως το funk, θα σταθώ και θα τονίσω κάτι, που ίσως δώσει μια διαφώτιση. Κάτι που σκιαγραφεί την προτίμηση των χορευτών του γκέτο στα 70s στο ποια τραγούδια διάλεγαν να χορέψουν. Θα πάμε τώρα, όπως μας είχε αποκαλύψει κάποτε o Ken Swift, στα γυρίσματα του Beat Street στο Roxy όταν η παραγωγή είπε στους Rock Steady Crew ότι η σκηνή της μάχης με τους NYCB έπρεπε να γυριστεί ενόσω στα ηχεία θα έπαιζε, τι άλλο, ένα κομμάτι από καλλιτέχνη της Warner-Atlantic. Ήταν θέμα εμπορικής συμφωνίας και συμβολαίου, βλέπετε. Η ιστορία, λοιπόν, λέει ότι οι RSC, αντί του Breakers Revenge του Arthur Baker, ζήτησαν να παίξει το It just Begun του Jimmy Castor. Πράγμα το οποίο, όμως, τελικά δε θα μπορούσε να γίνει.

Αυτό συνέβη, διότι τα μέλη των RSC, αν και έφηβοι ακόμα (δεύτερη γενιά για την ακρίβεια στην ιστορία του crew) είχαν μεγαλώσει στο γκέτο ακούγοντας την ντόπια μουσική. Funk. Το electro ήταν ακόμα ξένο για αυτούς. Αυτό ήταν κάτι που ακόμα και ο εκ Τζαμάικα ορμώμενος Kool DJ Herc παρατήρησε, στις αρχές των parties του, ότι όταν τους έπαιζε reggae αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. Όταν, όμως, αναγκάστηκε να αποδεχτεί να τους παίξει την ντόπια μουσική, το funk, το έδαφος άνοιξε ρωγμές από το σεισμό. Και ἐγένοντο b-boys. Για να μην ξανακάνω λάθος και για να μιλήσω με σιγουριά, αδιαμφισβήτητα αν κάτι γεννήθηκε εκεί τότε στα parties του Kool Herc, ήταν τα b-boys.

Μέχρι τώρα στις δικές μας ταινίες, στο Beat Street, ο DJ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο σενάριο αλλά χωρίς να συνοδεύει μπάντα, ενώ στο Breakin 2, ο Glove και ο Afrika Islam ήταν μέλη της μπάντας του David Storrs με τον Ice T. Όσον αφορά τον Prince, ο ίδιος έκτοτε συνέχισε τη ζωή του εκτιμώντας σταδιακά ολοένα και περισσότερο, τελικά, την hip hop κουλτούρα. Αν κάτι τεχνικό δεν πρόλαβε να μας δώσει, ήταν μια στουντιακή συνεργασία με έναν turntablist. Παρόλα αυτά το έργο του παραμένει σχεδόν ανεξιχνίαστο και ακόμα σημαντικές λεπτομέρειες μαθαίνουμε για αυτόν που μας κάνουν να τον αγαπάμε όλο και πιο πολύ.

Αξίζει να αναφέρω πως μετά το θάνατό του Prince και του Michael Jackson, ο Dave Paul, ιδρυτής της Bomb Hip Hop Records για πολλά χρόνια και αν δεν απατώμαι, ακόμα μέχρι και σήμερα, συνεχίζει την περιοδεία σε όλες τις ΗΠΑ ενός συγκεκριμένου θεματικού party που ονομάζει “The Prince and Michael experience”.

Κάτι που ωστόσο, θα μπορούσε να γίνει από κάποιον DJ, είναι πλέον μια post-human συνεργασία αυτών των δυο. Κάτι σαν το Doriella Du Fontaine ανάμεσα σε Lightnin’ Rod και Jimi Hendrix, το οποίο στην ουσία ήταν μια μαγκιά του Bill Laswell ή σαν το Turn your Lights down Low ανάμεσα σε Bob Marley και Lauryn σε παραγωγή Stephen Marley. Και πάντοτε παίζουν, ασφαλώς, και τα mash up ανάμεσα σε διαφορετικούς μεν καλλιτέχνες αλλά όχι άσχετων μεταξύ τους με μερικά εκ των οποίων να είναι όντως εξαιρετικά. Όταν λέω «όχι άσχετοι μεταξύ τους» δεν εννοώ να είναι ίδιο μουσικό είδος αλλά να είναι μουσικοχημικά αντιδράσιμοι μεταξύ τους.

Το σίγουρο είναι πως το κενό του Prince και του Michael δε φαίνεται να μπορέσει να καλυφθεί τόσο εύκολα…



Monkey Bros Radio

Tune in || Trip Out

Current track

Title

Artist