Σταθμός Έντεκα: H επιβίωση δεν είναι αρκετή
Written by MonkeyBoss on 28 November 2019
Έχει, είναι η αλήθεια, η ανθρωπότητα αυτήν την τάση: Να αναζητά τη μουσική, την τέχνη, την ψυχαγωγία σε καιρούς άγριους, σε στιγμές που θα περίμενες ο πολιτισμός να είναι πολυτέλεια…
Στον Σταθμό Έντεκα, η Mandel Emily St. John μας παρουσιάζει έναν κόσμο όπου το 99% των ανθρώπων πεθαίνει από μια επιθετική επιδημία γρίπης. Μας μεταφέρει από το ξέσπασμα, στο Έτος 20, πίσω στο Έτος Ένα και ξανά στο Έτος ΔέκαΠέντε. Πρωταγωνίστρια μας η Κίρστεν, μέλος ενός θιάσου που γυροφέρνει τις μικρές πόλεις που δημιουργήθηκαν από τους επιζήσαντες και τους παρέχει κλασσική μουσική και Σαίξπηρ.
Γύρω από την Κίρστεν, η συγγραφέας μας παρουσιάζει μια σειρά ανθρώπων διασκορπισμένων σε όλον τον κόσμο και σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια. Ο καθένας τους αντιπροσωπεύει και από μια ιδέα που η συγγραφέας θέλει να συζητήσει μαζί μας.
Ο Άρθουρ είναι ένας γερασμένος και λίγο ξεπερασμένος ηθοποιός που τη νύχτα της επιδημίας πεθαίνει πάνω στη σκηνή παίζοντας τον Βασιλιά Ληρ. Κεφάλαιο με το κεφάλαιο θα δούμε την πορεία του από νέο και ενθουσιασμένο ηθοποιό σε έναν πετυχημένο αστέρα του Χόλιγουντ με τρία διαζύγια κι έναν γιο που του κρατάει μούτρα γιατί ξέχασε τα γενέθλια του. Η Mandel ήθελε να γράψει για τη ζωή ανθρώπων που η δημοσιότητα έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά στην καθημερινότητά τους που τα όρια ανάμεσα στο γνήσιο και την φτιασιδοσιά γίνονται πλέον θολά.
Από την άλλη, η πρώτη του γυναίκα, η Μυράντα, είναι ένας χαρακτήρας που βρέθηκε σε έναν τέτοιο κόσμο τυχαία. Δεν μπορεί να αντέξει τους παπαράτσι, την τελειότητα ανθρώπων που είναι στην πένα από το πρωί μέχρι το βράδυ, τα dinner party και τις πρεμιέρες. Η Μυράντα γράφει και σχεδιάζει το κόμικ Σταθμός 11, ένα κόμικ που λειτουργεί σαν σχολιασμός πάνω στη μεταποκαλυπτική ιστορία που διαβάζουμε.
Η Mandel είναι μια έμπειρη συγγραφέας μυστηρίου. Στο τέταρτο έργο της θέλησε να ξεφύγει από τα crime novels και θέλησε να γράψει για την τέχνη, το σελεμπριτιλίκι, αλλά και το πόσο η ανθρώπινη εμπειρία είναι πλέον συνυφασμένη άρρηκτα με την τεχνολογία. Όλα αυτά συνδυάστηκαν άριστα σε αυτό το βιβλίο το οποίο διαφέρει από άλλα post-apocalyptic βιβλία στο ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα τεχνικά του θέματος.
Η Γρίπης της Γεωργίας είναι απλά ένα όχημα για να δημιουργήσει μια συνθήκη. Η συνθήκη αυτή φέρνει ετερόκλητους ανθρώπους σε ομάδες και καταστάσεις που βγάζουν στη φόρα βαθιές ανάγκες, τάσεις και ορμές. Η συγγραφέας ρωτάει: Όταν αφαιρέσεις τις κοινωνικές νόρμες, την τάξη και το οικονομικό πλαίσιο τι απομένει;
Η ανάγκη για επαφή; Η νοσταλγία και το τραύμα; Η ανάγκη για κάτι πιο βαθύ που ξεπερνάει την απλή επιβίωση;
Στον ένα χρόνο που ασχολήθηκα με την απεξάρτηση στο Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας (ίσως το πιο σύγχρονο Ελληνικό και κρατικό πρόγραμμα απεξάρτησης) η πρόταση ήταν άθληση, τέχνες και θέατρο. Συνόδευα ανθρώπους που όλοι τους η ζωή ήταν σε κρίση, αποψιλωμένη από γνήσια ανθρώπινη επαφή να πηγαίνουν σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και να βγαίνουν με άλλον αέρα. Λίγο πιο μαλακοί… Εκεί είδα από πρώτο χέρι ότι η επιβίωση δεν είναι αρκετή. Δεν είναι αρκετή στον δικό μας κόσμο που είναι εχθρικός σε ότι παρεκκλίνει. Σε έναν κόσμο που είναι απάνθρωπος εξ’ ορισμού, η Περιπλανόμενη Συμφωνία είναι το βάλσαμο για όλους τους επιζώντες που σίγουρα έχουν αναγκαστεί να προβούν σε πράξεις που τους στοιχειώνουν τα βράδια…
Η κόλαση είναι
relatable…οι άλλοι άνθρωποιτα φλάουτα.
Η Mandel είναι απελευθερωμένη από τα τετριμμένα του post apocalyptic science fiction και στήνει ένα σκηνικό για να μιλήσει για ανθρώπους που αποζητούν επαφή και πολιτισμό, μουσική και θέατρο. Το κάνει χωρίς να ακολουθά κανόνες, χωρίς να τη νοιάζει τι θα ήθελε ο αναγνώστης να διαβάσει.
Θα αφιερώσει κεφάλαιο μόνο για να γράψει μια λίστα με όσα της λείπουν μετά την πτώση του πολιτισμού. Θα μας δώσει ένα άλλο όπου θα διαβάσεις αποσπάσματα από τα γράμματα του Άρθουρ σε μια παιδική του φίλη. Θα αφαιρέσει τις ιστορίες από τα πρώτα πολύ σκληρά έτη.
Αυτό που καταφέρνει με αυτές της τις επιλογές, είναι να μας δώσει μια ολοκληρωμένη εμπειρία, μια εμπειρία άκρως αισιόδοξη, που ίσως δεν ξέραμε καν ότι τη θέλουμε…