Disordelies (1987) – Το fattest boy rap group στην τρίτη ταινία τους

Written by on 3 Σεπτεμβρίου 2023

Το Disordelies, του 1987, αποτελεί την τρίτη ταινία των The Fat Boys στην οποία πρωταγωνιστούν. Οι άλλες δυο είναι η ταινία Krush Groove και είχαν ένα μικρό ρόλο στην ταινία Knights of the City τις οποίες αμφότερες έχω αναλύσει στη σελίδα μας πρόσφατα. Το πέρασμα των The Fat Boys από τη μεγάλη οθόνη πέραν αυτών ολοκληρώνεται και με τη συμμετοχή τους στο soundtrack μερικών ταινιών ακόμα και τέλος με μια εμφάνισή τους στο τηλεοπτικό σήριαλ Miami Vice.

Οι Fat Boys, επί τη ευκαιρία, να θυμηθούμε ότι ήταν οι Mark “Prince Markie Dee” Morales (1968 – 2021), Damon “Kool Rock-Ski” Wimbley, και Darren “Buff Love” Robinson (1967 – 1995). Το Disordelies είναι μια παραγωγή και σκηνοθεσία του Michael Schultz, ο οποίος ήταν ο σκηνοθέτης του Krush Groove, οπότε η ομάδα είναι μια και έχει συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν επιτυχημένα. Στην ταινία αυτή, τώρα, κάποιοι καλλιτέχνες της εποχής έχουν μια cameo εμφάνιση που επιθυμώ να αναφέρω. Η τραγουδίστρια, ηθοποιός, παρουσιάστρια και ακτιβίστρια Helen Reddy ως happy socialite, ο ραδιοφωνικός DJ Donnie Simpson ως roller rink DJ, o Ray Parker Jr (γνωστός και μόνο από την επιτυχία του soundtrack για το Ghostbusters) ως pizza deliveryman, ο κιθαρίστας των Cheap Trick Rick Nielsen ως highjacked car driver και οι Beach Boys που υποδύονται τους εαυτούς τους.

Δυο παλιότερες ηθοποιοί υποδύονται τις μητέρες τους και ας δούμε ποιες. Τη μητέρα του Kool Rock Ski  υποδύεται η Jo Marie Payton-France που έπαιζε στο Crossroads και το Colors, και τη μητέρα του Buff η βραβευμένη με TONY blues και gospel τραγουδίστρια Linda Hopkins.

Το fattest boy rap group, όχι μόνο πρωταγωνιστεί εδώ, αλλά όντες και MCs έχουν τρία κομμάτια τους στην ταινία. Το Rock Ruling με το οποίο ξεκινά η ταινία μέσα από το δίσκο τους Crushin, το Baby you are a rich man το οποίο σαν τίτλος είναι κομμάτι των Beatles και απλώς έχει κρατηθεί ένα μέρος του ρεφραίν και έχουν προστεθεί rap verses. Το τρίτο κομμάτι είναι η rap διασκευή του Wipe Out των Beach Boys (και αυτό από το LP Crushin), γεγονός λίγο πολύ που φαίνεται να δικαιολογεί και την εμφάνισή τους στην ταινία.

Το soundtrack πλαισιώνεται από διάφορους καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Jon Bon Jovi, αλλά το αυτό καθαυτό θέμα της ταινίας έχει γραφτεί και παιχτεί από τους Art of Noise. Όπως είχε συμβεί αντίστοιχα στα δυο Breakin, όπου τα δυο soundtracks φιλοξενούσαν διάφορους καλλιτέχνες, το κυρίως όμως θέμα ήταν μια εργολαβία των Ollie (E. Brown) and Jerry (Knight). Στο πρώτο δε Breakin, να θυμίσω, ότι οι Art Of Noise ήταν μέσα στο soundtrack με το Beatbox. Όλοι θυμόμαστε τις δυο επικές μάχες των TKO vs Electro Rock όπου ο Ριψοκίνδυνος DJ The Glove παίζει το Beatbox στο Radiotron. Δυναμική, τώρα, θα έλεγα ήταν και η συμβολή των Latin Rascals στο soundtrack του Disordelies, εφόσον έγραψαν τόσο ένα κομμάτι για την ταινία -το Disorderly conduct, καθώς και παρήγαγαν το Work me down, down της Laura Hunter, η οποία εμφανίζεται ως η roller rink singer. Μια μεγάλη φωνή των 80s, η Gwen Guthrie συμμετέχει με το κομμάτι της Fat off my back. Ένα κομμάτι ακόμα που ξεχωρίζει είναι το Big money των Cashflow, το οποίο θα το χαρακτήριζα ως post funk (αυτός ο όρος ως χρονικός εντοπισμός) με στοιχεία pop και R&B. Μια γενική τάση που υπήρχε τότε σε πολλά group και απέκτησε αρκετές αποχρώσεις με τα χρόνια.

Τόσο στο Krush Groove όσο και εδώ, οι Fat Boys βγάζουν ή τουλάχιστον προσπαθούν να βγάλουν γέλιο με το πάχος τους. Δε ξέρω αν αυτή η προβολή των συγκεκριμένων καλλιτεχνών θα μεταφραζόταν ως body shaming με τα σημερινά δεδομένα ή ως ένας οικειοθελής αυτοσαρκασμός από μεριάς τους που θα πέρναγε ασχολίαστος, πάντως οι ίδιοι φαίνονταν να το απολαμβάνουν. Άλλωστε όλη τους η καριέρα, δίσκοι, κομμάτια και στίχοι βασίστηκαν πάνω σε αυτό. Και δε μιλάμε για μια μέτρια καριέρα, καθώς οι Fat Boys ήταν ένας old school rap ογκόλιθος. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα λίγη παραπάνω διαφώτιση επί αυτού, τίνος αφεντικού ιδέα ή εντολή ήταν από Disco 3 να γίνουν υπέρβαρες καρικατούρες.

Τρεις μαύροι, λοιπόν, εργάζονται ως orderlies, οικιακό νοσηλευτικό προσωπικό δηλαδή, ενός ηλικιωμένου λευκού πλούσιου στη Φλόριντα. Ο παππούς έχει έναν άχρηστο τσανακογλείφτη ανιψιό που θέλει να βρει τρόπο να ψοφήσει το γέρο, από…ατύχημα, για να τον κληρονομήσει. Σκοπός του, λοιπόν, που φαντάζει ότι μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί, αρκεί να ενοχοποιηθούν οι τρεις χοντροί μαύροι. Διότι, όταν τους βλέπει για πρώτη φορά ο χαραμοφάης ανιψιός (ακριβώς ο τύπος που κράζει κι ο Μηλιώκας), αυτοί οι τρεις ευτραφείς, χαριτωμένοι αλλά δυσκίνητοι εργαζόμενοι του κέντρου αποκατάστασης ηλικιωμένων με τις γκάφες, τις απροσεξίες και τα ατυχήματα που προξενούν σε κλειστούς χώρους φαίνονται να επαληθεύουν το αρνητικό στερεότυπο «χοντροί άνθρωποι με χοντρούς τρόπους». Μένει μόνο να πειστεί ο θεατής, που ούτως ή άλλως σχεδόν σε κάθε ταινία είναι με το μέρος του πρωταγωνιστή, πως οι τρεις τους είναι καθόλα τίμιοι, ντόμπροι και σπαθάτοι.

Αν και δεν έπαιξε ευθέως εννοούμενο ρατσιστικό ή πολιτικό υπόβαθρο στο σενάριο, το μυαλό μας στο πίσω μέρος του, λόγω ότι αυτό το θέμα ήταν ακόμα φλέγον εκείνα τα χρόνια, έκανε αυτόματα τους συσχετισμούς του. Ωστόσο, η ταινία ούσα μια κλασσική ανάλαφρη κωμωδία των 80ς, δεν μας έδωσε έδαφος να το πολυσκεφτούμε.

Τρία χρόνια αργότερα, θα ξεκινούσε ο Πρίγκηπας του Bel Air με τον ταλαντούχο Fresh Prince aka Will Smith, όπου βασική και ειδοποιός διαφορά είναι ότι ο πλούσιος ένοικος της βίλας ήταν ίσως για πρώτη φορά στο σινεμά και την TV ένας νέγρος, ο θείος του Will. Για να μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο ένας έγχρωμος ράππερ θα έπρεπε, τότε, και ο θείος του να είναι μαύρος. Αυτό, κάπως θα ισορροπούσε τα πράγματα, όχι ότι έσπασε και κανένα φυλετικό φραγμό, εφόσον η βίλα και πάλι είχε νέγρο υπηρέτη. Προφανώς, δε γινόταν αλλιώς. Παρένθεση στο ρόλο του έγχρωμου ευγενούς πλούσιου, ο Blacula, ο μαύρος Κόμης Δράκουλας του 1972, το οποίο φιλμ ωστόσο δεν ήταν κωμωδία, αλλά θρίλερ.

Αυτοί, όμως, που θα έθιγαν σοβαρά το ρατσιστικό θέμα της υποτιμητικής μεταχείρισης των μαύρων υπηρετών θα ήταν οι Public Enemy με το κομμάτι Burn Hollywood Burn από το δίσκο-ορόσημο Fear Of A Black Planet, το 1990, στο οποίο συμμετείχαν ο Ice Cube και ο Big Daddy Kane. Η μπάρα εκείνη που ήταν το πιο κύριο σημείο των στίχων ήταν το: “for all these years we looked like clowns”. Ένα δε από τα ηχητικά highlights του εν λόγω κομματιού, που κρατάμε για πάντα ζωντανό στη μνήμη μας, είναι το στιγμιότυπο, τόσο στο δίσκο όσο και στο video clip, που η παρέα των rappers βρίσκεται στο σινεμά και ακούνε ότι θα προβληθεί το Driving Miss Daisy. Αυτό είναι που τους εξοργίζει και σηκώνονται να φύγουν και τότε ο Kane τους προτείνει να πάνε σπίτι του να βάλουν να δουν το Black Ceasar. Το Driving Miss Daisy αν και είχε καλές κριτικές, φαίνεται πως για τους Public Enemy όσο και για τους φίλους τους ο σοφέρ καλύτερα να μην ήταν μαύρος. Αν και από ότι φαίνεται αυτό δεν έβλαψε καθόλου την καριέρα του Freeman.

Την εποχή μάλιστα που το Disordelies γυριζόταν, ένα άλλο rap group, όχι από το Brooklyn αλλά από το Connecticut αυτή τη φορά, με όνομα-απάντηση στους Fat Boys είχε ήδη σχηματιστεί και αυτοί ήταν οι Skinny Boys. Είχαν ήδη κυκλοφορήσει τον πρώτο τους δίσκο το Weightless το 1986 και την ίδια χρονιά, το 1987, θα έβγαζαν το δεύτερό τους δίσκο, το Skinny and Proud. Συνολικά, το group έχει κυκλοφορήσει 3 δίσκους μέχρι τώρα και ακόμα δηλώνουν ενεργοί. Δεν έχουν ανακοινώσει διάλυση μέχρι τώρα. Ένα χαρισματικό και ευρηματικό group που αξίζει να ψάξετε να ακούσετε, όσοι από εσάς έχετε αποκτήσει ενδιαφέρον για την εποχή που τα άρθρα μου αυτά στο monkeybros καλύπτουν.

Στο δε Instagram, μπορείτε να τους βρείτε ως official_skinnyboys και πιστεύω ότι το αξίζουν με το παραπάνω να τους ακολουθήσετε. Για το juice και το flavor που βγάζουν, για να το πω με την original ορολογία, μιας και μόνο αυτή ξέρω, για το legacy που έχουν χτίσει είναι ντροπή να έχουν, τουλάχιστον μέχρι την ώρα αυτή που γράφω αυτό το άρθρο, μόνο 144 followers. Αν έχουμε φιλότιμο ως παγκόσμιο έθνος, 50 ετών παλιό τώρα πια, τους οφείλουμε την αναγνώρισή τους. Και δεν είναι μόνο η ανεπτυγμένη τους αίσθηση humor που έχουν, αλλά και η εξίσου ανεπτυγμένη αίσθηση σοβαρότητας και πολιτικής ορθότητας όταν αυτή απαιτείται. Άλλωστε το να καλλιτεχνείσαι από humor έως σάτιρα, ( πόσο μάλλον σάτιρα! ) είναι απαραίτητη προϋπόθεση το να είσαι ευφυής. Ούτε το ένα (humor) αναιρεί το άλλο (σοβαρότητα). Εφόσον, λοιπόν, εδώ και καιρό τους ακολουθώ, γνωρίζω από πρώτο χέρι το πόσο conscious είναι, όταν η ιστορία και η επικαιρότητα τους «ζητά» να πάρουν θέση για ότι γίνεται στην παγκόσμια κοινωνία, είτε του hip hop είτε του υπόλοιπου κόσμου.

Εννοείται, επίσης, ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει για τον έναν και τελευταίο εναπομείναντα εν ζωή Fat Boy, τον Kool Rock Ski τον οποίο θα βρείτε ως legendarykoolrockski αλλά και ως koolrockski, δυο λογαριασμοί, στο Instagram. Όχι, δεν είμαι προμότοράς τους, ή μάλλον ψέματα, είμαι! (I AM! που φώναζε κι ο Jesse Jackson, το 1972, στο Watts Stadium) διότι το κάνω υποκινούμενος από ανιδιοτελή και ειλικρινή αγάπη ως ένας ισόβιος οπαδός τους, χωρίς όρους και συμφέροντα. Δυστυχώς, όμως, το group αποδεκατίστηκε λόγω πρόωρου θανάτου των δυο από τα τρία μέλη του. Το προσδόκιμο ζωής των μαύρων καλλιτεχνών εξακολουθεί να είναι χαμηλό στις ΗΠΑ. Το έχουμε δει τόσες φορές. Πρόσφατα, για παράδειγμα, με την απώλεια των Ecstasy (Whodini), Shock G, Coolio και του MF Doom. Κάποιων ανθρώπων δηλαδή, μπορεί όχι πλούσιων αλλά τουλάχιστον που είχαν βγάλει από τη μουσική τα στοιχειώδη λεφτά να μπορούν να πληρώσουν ένα γιατρό. Αν και με τον Doom από ότι μάθαμε, γιατροί υπήρχαν –όχι μόνο λεφτά, αλλά…

Ποσοτικά επί τοις εκατό, οι Fat Boys είναι το rap group που έχει πληγεί από τη μάστιγα του πρόωρου θανάτου, μάλλον περισσότερο από όλα. Αν και νομίζω πως οι Wrexx n Effect έχουν αφανιστεί πλέον όλοι ως θύματα δολοφονιών, αλλά αυτοί ήταν χωμένοι με παρανομίες, υπόκοσμο κλπ, οπότε είναι άλλος παράγοντας αυτός. Δεν τον εξετάζω. Ο καθένας θερίζει ότι σπέρνει. Σύμφωνα με τα όσα είχε αποκαλύψει ο αδερφός του Buff, τις μέρες εκείνες που επήλθε το μοιραίο, οι Fat Boys σκέφτονταν την επανένωση και ετοίμαζαν ένα δίσκο. Δυστυχώς, αν δεν δώσει ο Kool κάτι στη δημοσιότητα ως δείγμα, ίσως δε μάθουμε ποτέ τι είδους ήχο, στίχο και flowing skills μπορεί να είχε να δώσει στη νέα σελίδα του rap ένα τόσο χαρακτηριστικό συγκρότημα των 80s. Το αν θα μπορούσαν να προσαρμοστούν και να ακολουθήσουν την νέα εποχή και γενιά. Όπως, επίσης, τι θα έκαναν με το όνομά τους, το αν θα συνέχιζαν να ασχολούνται με τα κιλά και την αδηφαγία τους. Το λέω αυτό, έχοντας στο νου μου δυο συγκεκριμένα LP που αποτελούν το κύκνειο άσμα και έκριναν κατά πολύ δυο από τα μεγαλύτερα rap groups όλων των εποχών (ΟΚ κατ’ εμέ πάντοτε).

Το Six των Whodini και το Crown Royal των Run DMC. Για τόσα χρόνια, λοιπόν, απέφευγα να τα ακούσω από φόβο ότι θα με απογοήτευαν όσο τίποτα άλλο, σε αυτή τη μουσική που αγάπησα όσο καμία άλλη. Το Six, τελικά, κατάφερα να το ακούσω φέτος, 2023, και με δάκρυα στα μάτια, σιωπηλά μέσα μου, φώναξα: «Μόνο Whodini. Μόνο!» Το δε Crown Royal μάλλον δε θα το ακούσω ποτέ. Αυτό είναι ένα αίνιγμα και ένα στοίχημα που άλλοι καλλιτέχνες το κερδίζουν και άλλοι όχι. Σε κάθε είδος μουσικής. Οι War και οι Queen το κατάφεραν. Οι Grand Funk Railroad όχι. Μία αγάπη ωστόσο για όλους.

Με την ευκαιρία που αναλύω το Disordelies, θέλω να πω δυο λόγια για το πρόσφατο θέμα για το οποίο κατηγορήθηκε η Lizzo. Σχολιάζω αυτή την καλλιτέχνιδα γιατί πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα ταλαντούχα και ναι, μακάρι να ζούσε ο Prince να τη δει. Σίγουρα θα συνεργάζονταν. Για να μπω κατευθείαν στο θέμα, χωρίς περιστροφές, δεν πιστεύω τίποτα από όσα λέγονται για αυτήν, το κόβω για τροχοπέδη στη τρελή πορεία της, και ότι είναι άλλο ένα φαινόμενο Michael Jackson. Εννοώ ότι δεν παρουσιάστηκαν επαρκείς και αδιάσειστες αποδείξεις, παρά μόνο φήμες που επιφέρουν ένα επιζήμιο «μαύρισμα» μιας γυναίκας που πέτυχε πολλά σε μικρό διάστημα, πολλά από τα οποία περιλαμβάνουν ζητήματα αποδοχής διαφορετικότητας, ρατσισμού, γυναικείας ενδυνάμωσης, προσωπικής αυτοεκτίμησης και θάρρους. Πολλά από όσα, αν όχι όλα, όσα συνθέτουν και σκιαγραφούν το προφίλ μιας ακτιβίστριας, μιας αγωνίστριας, είτε ευθέως δηλωμένα στρατευμένης όπως π.χ. η Nina Simone, είτε όχι αλλά χωρίς πολλή σκέψη ναι, αν η ζωή το φέρει έτσι, όπως η Tina Turner.

Αυτά τα γράφω και με αφορμή το θάνατο της Sinéad O’Connor, μιας νέας γυναίκας που στάθηκε στο διπλάσιο από το ύψος της, παλεύοντας για πολλά προβλήματα βουνά που η άδικη και σύντομη ζωή της έφερε μπροστά της. Και θυμηθείτε, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η πολύπαθη Ιρλανδία έχει μείνει χωρίς τη φωνή δυο νέων άξιων θυγατέρων της, τόσο της Sinéad όσο και της Dollores (των The Cranberries). Φοβάμαι πως η Lizzo, παρασκηνιακά, αντιμετώπισε κάποιο οργανωμένο σχέδιο που στόχο είχε την καριέρα της. Διότι μέχρι τώρα έπεισε και έδειξε πως είναι ικανή να μιλήσει για τη φυλή και το φύλο της. Και έφτασε ως εκεί με την αξία της, χωρίς να τη φτιάξει κανένας μεγάλος. Δε θεωρώ τυχαίο πως ότι έγινε, έγινε μετά το tribute τής στην Tina Turner. Δεν λέω ότι δεν μπορεί να είναι έτσι με την καμία και ότι η Lizzo είναι μια αγία. Δεν την ξέρω προσωπικά, απλώς το timing μου φαίνεται ύποπτο. Η περιθωριοποίηση συγκεκριμένων δημοφιλών καλλιτεχνών στην ακμή τους είναι ένα έργο το οποίο έχουμε δει να παίζεται αρκετές φορές. Σε κάποια πρόσωπα, φαίνεται πως για όσα κατηγορούνται ισχύουν, όπως στην περίπτωση του Bambaataa και είμαι ένας από τους κάθετους εχθρούς του, πλέον.

Παρόλα αυτά, προσπαθώ να μην είμαι εύπιστος για τον καθέναν που ακούω. Για παράδειγμα, πιστεύω τα μισά από όσα έχουν ειπωθεί για τον Crazy Legs. Τα υπόλοιπα τα βρίσκω φουσκωμένα και επιτήδεια. Ναι, όντως φερόταν άσχημα, αλαζονικά και προσβλητικά, το έχω βιώσει στη μια και μόνη τραυματική φορά που μίλησα μαζί του. Καταλαβαίνω, όμως, και υποψιάζομαι λόγους και συμφέροντα κάποιων culture vultures να θέλουν να βγάλουν αυτό τον θρύλο από τη μέση, τη δεδομένη στιγμή που το breaking έχει ως αφετηρία πλέον όχι το South Bronx αλλά την Αρχαία Ολυμπία. Για αυτό το λόγο, χωρίς να μπορώ να αποδείξω τίποτα, απλώς μιλάω τη σκέψη μου και τα αισθήματά μου, φοβάμαι πως η χοντρή κοπέλα που νιώθει ΟΚ και περήφανη με την πάρτη της, εμψυχώνοντας έτσι εκατομμύρια γυναίκες ανά τον κόσμο, έπρεπε να μείνει άφωνη και άνεργη και οι υπόλοιπες τραγουδίστριες που θεματολογικά είναι μόνο μαλλιά και νύχια, να το πω ευγενικά, ας μεσουρανούν διότι απλά είναι αδιάφορες και ακίνδυνες. Είτε λευκές, είτε μαύρες.

Ευτυχώς, βέβαια, μουσική θα μπορεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συνεχίσει να κάνει. Θυμηθείτε, έντεκα δίσκους έβγαλε η Sinéad, όταν οι περισσότεροι την ξέρουν από ένα cover σε κομμάτι του Prince. Όπως, και ο Πρίγκηπας του Bel Air, θα μπορέσει να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες μόνος του, εκτός Hollywood (ακριβώς ότι έλεγε ο Big Daddy Kane στο verse του για τον Spike Lee) πληρώνοντας το κόστος του ότι υπό πίεση δεν μπόρεσε να μακροθυμήσει και να μην ανεχτεί την οριακά δημόσια προσβολή της γυναίκας του. Με δυο λόγια, το Disordelies είναι μια κωμωδία που ίσως να μη λαχταρήσεις να ξαναδείς, χωρίς να είναι κακή, οι άνθρωποι όμως που παίζουν εκεί, κάτω από το λαμπερό προσωπείο του καλλιτέχνη, με τον αγώνα στην καθημερινή ζωή τους, τις αδυναμίες και τα πάθη τους αποτελούν άλλη μια υπενθύμιση, ότι το αληθινό hip hop, αλλά και η τέχνη γενικότερα, είναι μια θέση ισορροπίας ανάμεσα στη διασκέδαση και την αυτοάμυνα μέσω αφύπνισης και επίγνωσης του τι γίνεται γύρω μας.

 

Tagged as


Monkey Bros Radio

Tune in || Trip Out

Current track

Title

Artist